γράφει : Χρήστος Σωτηρακόπουλος
Το 2018, ο Λουκά Μόντριτς έγινε ο μοναδικός παίκτης που μπήκε σφήνα και πήρε την Χρυσή Μπάλα σε μια δεκαετία κυριαρχίας του Μέσι και του Ρονάλντο. Αυτό από μόνο του θα αρκούσε για να χαρακτηριστεί η καριέρα του επιτυχημένη, αλλά δε νομίζω πως ο Μόντριτς έχει τίποτα να ζηλέψει από κάποιον. Έχοντας κατακτήσει έξι φορές το Champions League με τη Ρεάλ Μαδρίτης, και έχοντας πάει την χώρα του στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου το 2018, αλλά και στην τρίτη θέση το 2022, ο Μόντριτς είναι η επιτομή της Κροατίας, από την εποχή της ανεξαρτησίας της έως σήμερα. Ένα παράδειγμα για όλα τα νέα παιδιά που θέλουν να κάνουν καριέρα στο ποδόσφαιρο!
Γράφει ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος
Θυμίζω πως τον Μόντριτς κάποτε τον πρότεινε ο Βέλιμιρ Ζάετς για να έρθει στον Παναθηναϊκό. Κάποιοι δεν άκουσαν την εισήγηση του και πιθανώς. όπως πάρα πολλοί άλλοι που δεν ήρθαν προς τα μέρη μας, για τον Μόντριτς αυτό να ήταν μία μεταμφιεσμένη ευλογία! Ο Λούκα πάντα ήταν κεντρικός μέσος με την Κροατία, αλλά με την εθνική ομάδα είχε έναν λιγότερο συγκεκριμένο ρόλο από αυτόν στη Ρεάλ. Πράγμα δηλαδή που του επέτρεπε να εκφράσει το φυσικό του ταλέντο και το αίσθημά του για το παιχνίδι.
Θυμάμαι τον Ζάετς να λέει για αυτόν, τότε που έφυγε τελικά από την Κροατία για να πάει στην Τότεναμ, πως είναι ένας σιωπηλός ηγέτης. Δεν είναι εξωστρεφής και όλοι όσοι παίζουν μαζί του, λένε ότι η ηγετική παρουσία του έρχεται από αυτή την ήρεμη δύναμη που κουβαλά! Η επιθυμία του να συνεχίσει για τη χώρα του είναι αυτό που τον καθιστά ξεχωριστό από τους συγχρόνους του και εξηγεί επίσης γιατί απολαμβάνει εμβληματικό στατους αφού έπειτα από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018 στη Ρωσία, ποδοσφαιριστές όπως ο Μάριο Μάντζουκιτς, ο Σούμπασιτς, ο Τσορλούκα, αποφάσισαν να βάλουν τέλος στη διεθνή καριέρα, προτιμώντας αντίθετα να επικεντρωθούν στον χρόνο παιχνιδιού που είχαν ακόμα σε επίπεδο συλλόγων.
Αυτή δεν ήταν ποτέ μια επιλογή για τον Μόντριτς. Πολλοί πιστεύουν ότι η επίδρασή του στο παιχνίδι και στο κροατικό ποδόσφαιρο είναι τόσο μεγάλη, ώστε δεν χρειάζεται να πετύχει γκολ και να κάνει ασίστ για να είναι ο πιο σημαντικός παίκτης στον αγωνιστικό χώρο. Ακόμα και σε ένα τέτοιο ματς, που έχασε πέναλτι και μετά σκόραρε, κανείς δεν μπαίνει στην κουβέντα να αναλύσει αν ήταν ή όχι κομβικός όσο έπαιζε. Φυσικά και ήταν. Και φυσικά μόλις βγήκε δεν ήταν ίδια η ομάδα του, αλλά με τον χρόνο δεν τα έχει βάλει κανείς και δεν μπορεί πλέον να παίζει ολόκληρα 90άλεπτα.
Ο Μόντριτς είναι ένας άνθρωπος που λατρεύει το ποδόσφαιρο. Πάντα χαρούμενος να μιλάει για μπάλα, και ένας εξαιρετικός οικογενειάρχης - όπως και οι γονείς του - όλοι τους ήσυχοι και ταπεινοί, περήφανοι για το γεγονός ότι έχουν ξεπεράσει τις δυσκολίες, χωρίς να επιθυμούν να ασχολούνται με το παρελθόν, προτιμώντας αντίθετα να κοιτάνε στο μέλλον.
Η διαδρομή του Μόντριτς προς την κορυφή ήταν πιο δύσκολη και απαιτητική, από τα βουνά της περιοχής κοντά στο Ζάνταρ, εκεί όπου μεγάλωσε! Ο νεαρός Λούκα συνήθιζε να βοσκά τα γίδια του παππού του από μικρή ηλικία και σε ένα έδαφος με πολλές πέτρες, είχε επί ώρες μία μπάλα, χτυπώντας την προς την είσοδο του γκαράζ στο μοναχικό σπίτι που μοιραζόταν με την οικογένειά του και τους παππούδες του. Μόλις λίγα μέτρα μακριά από την πόρτα του γκαράζ, ο παππούς του σκοτώθηκε μετά την έναρξη του πολέμου για την ανεξαρτησία στην Κροατία απέναντι στην Σερβία. Έχοντας ένα πολύ δύσκολο background, αυτό το λεπτό αγόρι θα αναδειχθεί νικητής απέναντι στις δυσκολίες, για να γίνει όχι μόνο ένα από τα πιο θρυλικά σύμβολα της χώρας, αλλά και ένας από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές της γενιάς του!
Η μεγαλοπρέπεια του Μόντριτς ενισχύεται από το γεγονός ότι έχει επιτευχθεί με έναν τρόπο που πολλοί πιστεύουν ότι αντικατοπτρίζει την ανεξαρτησία της Κροατίας, καθώς είναι δύσκολο να βρεις τα λόγια για να εξηγήσεις την εκτίμηση που του δείχνουν σε ολόκληρη την Κροατία και ειδικά στο Ζαντάρ, την πόλη της παιδικής του ηλικίας. Εάν ντοκιμαντέρ που είχα δει από την αγγλική τηλεόραση, έδειχνε έναν ρεπόρτερ σε αυτό το ήρεμο θέρετρο στη Δαλματική ακτή, να μιλά με έναν κάτοικος της πόλης: «Ο Μόντριτς θα έπρεπε να είναι υποψήφιος για πρόεδρος» ήταν τα λόγια το, και γύρω οι υπόλοιποι στην ομήγυρη συμφωνούσαν! «Κανείς άλλος δε θα γίνει Μόντριτς και δεν θα έχουμε κάποιον σαν κι αυτόν για άλλα 100 χρόνια.»
Μπορεί να ακούγεται όπως πάντα στο όριο του υπερβολικού, αλλά το status αυτή τη στιγμή του Μόντριτς, στη χώρα του, είναι τέτοιο. Είναι υπερκομματικός, είναι αγαπητός σε όλους, τον θεωρούν τον διάδοχο της μεγάλης φουρνιάς του 1998. Της γενιάς του Μπόμπαν του Μπόκσιτς, του Σούκερ, του Γιάρνι, του Ασάνοβιτς.
Της ομάδας δηλαδή που είχε βγει 3η στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 στην Γαλλία και κάποιοι έλεγαν ότι δεν θα ξανά συμβεί στο μέλλον εύκολα να πάει τόσο μακριά μία μικρή χώρα. Ο Ζβόνιμιρ Μπόμπαν επέμενε πριν το Μουντιάλ του 2018 πως η ομάδα μπορούσε να πάει ξανά στην τετράδα και τελικά έφτασε μέχρι το φινάλε. Μόνο απέναντι στην Γαλλία ηττήθηκε και η δεύτερη θέση πανηγυρίστηκε σαν να είχε κατακτήσει το Κύπελλο. Στο Κατάρ το 2022, νομίζω ότι ελάχιστοι περιμέναμε ότι μπορούσε η Κροατία να φτάσει ξανά στην τετράδα αλλά το έκανε και τερμάτισε 3η!
Όλα αυτά έχουν την σφραγίδα του Μόντριτς. ο οποίος έπρεπε πάντα να αποδεικνύει σε όλους πως έκαναν λάθος όταν έλεγαν πως η σωματοδομή του δεν θα τον βοηθήσει να κάνει σπουδαία πράγματα! Τότε, έπρεπε να τα κάνει όλα μόνος του. Σήμερα, η Κροατία είναι γεμάτη με προπονητές, μέντορες και δασκάλους που τον γνώριζαν τότε και είναι έτοιμοι να σας πουν πώς το ταλέντο του ήταν εμφανές για όλους σε εκείνες τις πρώιμες μέρες. Αλλά τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από την αλήθεια. Ο Ζάετς τότε που τον πρότεινε στον Παναθηναϊκό, το είχε διακρίνει, αλλά και ο ίδιος παραδέχεται πως δεν φανταζόταν πως θα έκανε τέτοια άλματα! Η πραγματικότητα είναι ότι ο Μόντριτς ήταν αυτοδίδακτος σε κάθε σημείο της εξέλιξής του. Πάντα αμφισβητούμενος. Ποτέ δεν τον είδαν όλοι ως αστέρι. Έχει περάσει όλη την καριέρα του, βγάζοντας μόνιμα λάθος εκείνους που έβγαζαν συμπεράσματα!
Η Ντινάμο Ζάγκρεμπ τον έστειλε ως δανεικό στη Ζρίνισκι Μόσταρ στη βοσνιακή Λίγκα, όπου η μόνη εγγύηση που είχε ήταν ότι θα έπαιζε, αλλά υπήρχαν επίσης αμφιβολίες εάν ήταν αρκετά δυνατός ή καλός. Όταν ο 19χρονος Μόντριτς επέστρεψε, τον έστειλαν αμέσως πίσω ως δανεικό, αυτή τη φορά στην κροατική ομάδα, Ίντερ Ζάπρεσιτς. Τελικά, κατά την επιστροφή του, έδειξε αρκετά σε μια τετραετή περίοδο στον σύλλογο, όπου σκόραρε 31 γκολ και είχε 29 ασίστ, για να τραβήξει την προσοχή από όλη την Ευρώπη. Όταν άφησε την Κροατία για την Τότεναμ το 2008, είχε κερδίσει ήδη τρία πρωταθλήματα με την Ντινάμο και υπέγραψε με 16,5 εκατομμύρια λίρες, για να γίνει ο τότε πιο ακριβός παίκτης του συλλόγου, αλλά αρχικά αντιμετώπισε δυσκολίες και θεωρήθηκε από πολλούς ως αδύναμος για τις απαιτήσεις της Premier League. Για μία ακόμη φορά, τους απέδειξε πως έκαναν λάθος.
Έπειτα, η Τότεναμ τον έδωσε στη Ρεάλ που είχε στον πάγκο τον Ζοσέ Μουρίνιο. Ένας άλλος σύλλογος, άλλος αγώνας. Οι διαπραγματεύσεις κράτησαν καιρό και όταν έγινε η μεταγραφή σήμαινε χαμένη προετοιμασία και ταυτόχρονα η παρουσία των Τσάμπι και Οζίλ στη Μαδρίτη, συχνά τον άφηνε εκτός ενδεκάδας.
Στο τέλος της πρώτης αυτής σεζόν, σε έρευνα που διοργάνωσε η εφημερίδα Marca, ψηφίστηκε από τους οπαδούς της Ρεάλ ως η χειρότερη ξένη μεταγραφή στον σύλλογο. Χλευασμένος και καταφρονημένος, συνήθως αναφερόταν ως «ο τύπος που βοηθάει τον… τύπο που κάνει τις ασίστ».
Ο Ζοσέ ήταν ένας από τους πρώτους που αντιλήφθηκε την ικανότητά του να αλλάξει το παιχνίδι από την πρώτη αγκώνα του και να εμποδίζει ομάδες όπως η Μπαρτσελόνα να κυριαρχούν με το υψηλής πίεσης παιχνίδι τους. Οι άνθρωποι σύντομα συνειδητοποίησαν ότι ήταν το αντίδοτο για το παιχνίδι γρήγορης ανάκτησης κατοχής που αγαπούσε η Μπαρτσελόνα.
Από τη στιγμή εκείνη, ο Μόντριτς έγινε χρήσιμος και η κατάστασή του έγινε αναγκαιότητα στη Ρεάλ. Σήμερα, μετά από την κατάκτηση 26 τροπαίων, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων πρωταθλημάτων La Liga και έξι Champions League, έχει αντιμετωπίσει και κερδίσει μια άλλη… μάχη, μια άλλη πρόκληση, τη μεγαλύτερη αφού πρόκειται για τη Ρεάλ. Καθώς πλησιάζει ολοένα περισσότερο στο τέλος της καριέρας του, έχει βρει τον εαυτό του να αγωνίζεται πολύ λιγότερο από ό,τι σε προηγούμενες σεζόν, κάτι που ο Κάρλο Αντσελότι του είχε πει ότι θα συμβεί.
Μετά τη λογικά διστακτική στάση της Ρεάλ σχετικά με το μέλλον του - κάτι που συνήθως κάνουν στη Μαδρίτη με ποδοσφαιριστές άνω των 30 - τελικά υπέγραψαν μαζί για άλλον έναν χρόνο. Παρά τις προσφορές που υπήρχαν από το Major League Soccer και τη Σαουδική Αραβία, ο Μόντριτς ήταν «απεγνωσμένα αποφασισμένος» να μείνει, καθώς είχε δηλώσει προηγουμένως ότι ο στόχος του είναι να βρίσκεται στο «Σαντιάγκο Μπερναμπέου» όταν αποσυρθεί.
Έπειτα από αυτό το δράμα που είδαμε και τον αποκλεισμό της Κροατίας στο EURO 2024, δεν ξέρω τι θα αποφασίσει σχετικά με την εθνική ομάδα, αλλά το δικαίωμα το έχει κερδίσει, προκειμένου να κάνει ό,τι ακριβώς θέλει. Εκείνο που θα συμφωνήσουμε όλοι μας όμως, είναι πως η μέρα που θα ανακοινώσει πως αμετάκλητα σταματάει, θα είναι μία… κακή μέρα για το παγκόσμιο ποδόσφαιρο.
www.bnsports.gr