Υπήρξε ο μεγαλύτερος επιθετικός της μεταπολεμικής εποχής στο ιταλικό ποδόσφαιρο. Ένας πραγματικός διάδοχος του Μεάτσα, ο μέχρι και σήμερα πρώτος σκόρερ στην ιστορία της εθνικής Ιταλίας και ένας απόλυτος σούπερσταρ στη δεκαετία του ’70, που προτίμησε να μείνει πιστός στην ομάδα της καρδιάς του, παρά τα εκατομμύρια που άπλωνε η Γιουβέντους στα πόδια του κάθε καλοκαίρι! Ο Τζίτζι Ρίβα έφυγε από τη ζωή στα 79 του χρόνια, αλλά το όνομά του θα είναι για πάντα συνώνυμο της «Σκουάντρα Ατζούρα».
Γράφει ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος
Στο Μεξικό, το 1970, πιθανώς στο κορυφαίο Μουντιάλ όλων των εποχών, η Ιταλία έφτασε μέχρι τον τελικό, όπου λύγισε με 4-1 απέναντι στην καλύτερη Βραζιλία που είδαμε ποτέ. Ο Τζίτζι Ρίβα ήταν η αιχμή του δόρατος εκείνης της εθνικής ομάδας, που ήταν και πρωταθλήτρια Ευρώπης. Δύο χρόνια νωρίτερα ήταν καθοριστικός στη νίκη επί της Γιουγκοσλαβίας στη Ρώμη, που είχε δώσει το τρόπαιο για πρώτη φορά στην ιστορία της (μέχρι το EURO 2020) στη «Σκουάντρα Ατζούρα».
Με 35 γκολ σε 42 εμφανίσεις είχε το παρατσούκλι «Rombo di Tuono» («κραυγή της βροντής») και ξεχώριζε από την επιβλητική του παρουσία και τα πολύ δυνατά του σουτ! Ένα παρατσούκλι που του έβγαλε ο τεράστιος Ιταλός αρθρογράφος Τζιάνι Μπρέρα.
Ξεκίνησε στην Λενιάνο, αλλά όλη η καριέρα του σε συλλογικό επίπεδο συνδυάστηκε με την Κάλιαρι, έχοντας σκοράρει 164 φορές σε 315 αγώνες. Ήταν τρεις φορές πρώτος σκόρερ της Serie A, βγήκε δεύτερος στη Χρυσή Μπάλα πίσω από τον Τζιάνι Ριβέρα το 1969 και αναγκάστηκε μετά από δυο σοβαρούς τραυματισμούς να σταματήσει το 1976, χωρίς να έχει φτάσει τα 33 του χρόνια.
Τέσσερα διαφορετικά καλοκαίρια, η Γιουβέντους προσπάθησε να τον αποκτήσει από την Κάλιαρι. Το 1974 είχαν σχεδόν συμφωνήσει οι δυο ομάδες με ποσό που ξεπερνούσε το 1,2 εκατομμύριο δολάρια, που θα ήταν το απόλυτο ρεκόρ, ξεπερνώντας τη μεταγραφή του Γιόχαν Κρόιφ στην Μπαρτσελόνα. Ο ίδιος αρνήθηκε, λέγοντας πως δεν μπορούσε να αφήσει τη Σαρδηνία και την Κάλιαρι. Είναι απίστευτο το γεγονός πως ούτε στην Κάλιαρι ήθελε να μεταγραφεί από την Λενιάνο, γιατί η Σαρδηνία δεν είχε το καλύτερο όνομα ως περιοχή, στην υπόλοιπη Ιταλία. Τους θεωρούσαν ως ληστές και απατεώνες! Η αδερφή του ήταν εκείνη που τον έπεισε να πάει, λέγοντάς του πως από εκεί μετά θα μπορούσε να πάρει μεταγραφή σε κάποια άλλη μεγάλη ομάδα, κυρίως του Βορρά. Ο Τζίτζι πήγε με βαριά καρδιά και αγάπησε τόσο πολύ την ομάδα στο νησί και τους ανθρώπους, που έγινε η καλύτερη διαφήμιση της Σαρδηνίας.
Η κατάκτηση του πρωταθλήματος το 1970 ήταν ένα ιστορικό γεγονός, ο μοναδικός τίτλος για ομάδα του Νότου, μέχρι την εποχή του Μαραντόνα και της Νάπολι το 1987. Η άρνησή του να πάει στη Γιουβέντους τον έκανε πολύ δημοφιλή σε όλη την υπόλοιπη Ιταλία.
Στο Παγκόσμιο Κύπελλο το 1974, ενώ η Ιταλία πήγε ως ένα από τα φαβορί, οι κακές σχέσεις των παικτών μεταξύ τους, η ατολμία του προπονητή Φερούτσιο Βαλκαρέτζι για αλλαγές και η ήττα από την Πολωνία, έφερε έναν πρόωρο αποκλεισμό που κόστισε στον τεχνικό τη θέση του και ήταν το τέλος της εποχής των «Μεξικάνων» από την Εθνική. Δηλαδή των παικτών και του προπονητή που είχαν φτάσει την Ιταλία στον τελικό του Μουντιάλ του 1970. Μαζί με τον Ριβέρα και τον Ματσόλα, ουσιαστικά τελείωνε η εποχή του Ρίβα στην Εθνική, αλλά μαζί της αργότερα ως αρχηγός αποστολής το 2006, θα κατακτούσε τον τίτλο στα γήπεδα της Γερμανίας. Με την εθνική ομάδα της Ιταλίας έπαιξε απέναντι στην Ελλάδα, στο φιλικό του Μαρτίου του 1972, σκοράροντας στο στάδιο Γεώργιος Καραϊσκάκης, στο ματς που η ελληνική ομάδα έκανε μία τις μεγαλύτερες επιτυχίες της ιστορίας της, νικώντας με γκολ του Αντωνιάδη και του Πομώνη, με 2-1.
Με την Κάλιαρι αντιμετώπισε τον Ολυμπιακό του Νίκου Γουλανδρή το 1972, στο Κύπελλο UEFA. Η εξαιρετική επιλογή του Λάκη Πετρόπουλου στο πρώτο παιχνίδι να βάλει τον Τάκη Συνετόπουλο σε ρόλο προσωπικού φρουρού του Ρίβα, λειτούργησε άψογα. Η νίκη με 2-1 άφησε ανοιχτούς λογαριασμούς, αλλά ένα γκολ του Νίκου Γιούτσου στη ρεβάνς στο Σαν Ελία, χάρισε την τεράστια νίκη με 1-0 και την πρόκριση στον Ολυμπιακό.
Στη φωτογραφία που βλέπετε, της ενδεκάδας της Κάλιαρι του 1971, μπορεί κάποιος να βρει έξι παίκτες που ήταν στην αποστολή της Ιταλίας στο Μουντιάλ του Μεξικού το 1970. Ο Τζίτζι Ρίβα ήταν ο σούπερσταρ πάνω δεξιά, ενώ υπήρχαν μετά τον Νενέ, ο γκολκίπερ Αλμπερτόζι, μετά ο Ντομενγκίνι, και πιο δίπλα από τον Βιτάλι, ο Νικολάι. Στην κάτω σειρά ο Πολέτι, ο Γκόρι και ο Τσέρα ήταν στο Μεξικό και συμπληρώνουν την ομάδα ο Μαντσίν και ο Μπρουνιέρα.
Εκείνη η Κάλιαρι με προπονητή τον Σκοπίνιο, παρότι στην επίθεση είχε χάσει τον εξαιρετικό φορ Ρομπέρτο Μπονινσένια, που πήγε το καλοκαίρι του 1969 μετά στην Ίντερ με πολλά χρήματα, πήρε στην ανταλλαγή τον Ντομενγκίνι, που με την εμπειρία του βοήθησε παρά πολύ την ομάδα της Σαρδηνίας να κατακτήσει το πρωτάθλημα το 1970.
Ο Ρίβα δεν υπήρξε απλά ένας σπουδαίος φορ. Ήταν μία ξεχωριστή προσωπικότητα. Μία δήλωση του το 1972, σε ένα από εκείνα τα καλοκαίρια που ο Ανιέλι ήθελε να τον πάρει από τη Σαρδηνία και να τον φέρει στο Τορίνο είχε πει: «Ένα πρωτάθλημα με την Κάλιαρι είναι σαν δέκα με Γιουβέντους, Μίλαν ή Ίντερ. Η Σαρδηνία είναι το σπίτι μου». Και εκεί, που αρχικά δεν ήθελε να πάει ως νεαρός, έμελλε να είναι το σπίτι του για πάντα!