γράφει : Maverick
Ημέρα κλήρωσης σήμερα για το Euro 2024 και μετά από χρόνια υπάρχει ενδιαφέρον και για την Ελλάδα, αφού θα μάθει σε ποιον όμιλο θα είναι, αν καταφέρει να διαχειριστεί σωστά τα μπαράζ τον ερχόμενο Μάρτιο! Τα αφιερώματα αυτές τις μέρες από πλευράς UEFA μας φέρνουν όμορφες αναμνήσεις, ειδικά όταν βλέπουμε με τον Άγγελο Χαριστέα να φωτογραφίζεται με το τρόπαιο. Η πιο τρελή και ταυτόχρονα η πιο διδακτική ποδοσφαιρική ιστορία όλων των εποχών, που αν δεν την είχαμε ζήσει θα λέγαμε ότι απλώς ένας σύγχρονος Αίσωπος την μεταφέρει ως παραμύθι!
Γράφει ο Maverick
Ειλικρινά, υπάρχει άνθρωπος που αν τον ρωτήσεις για το καλοκαίρι του 2004, θα σου απαντήσει πως δυσκολεύεται να θυμηθεί τι έκανε όλες εκείνες τις ημέρες των αγώνων μέχρι τον τελικό της 4ης Ιουλίου; Στην ψυχολογία το λένε το συναίσθημα του σοφού, αυτό που σου προκαλείται μετά από ένα μεγάλο «σοκ» και ξαφνικά μπορείς να κάνεις διάφορα πράγματα που δεν ήξερες ότι έχεις την ικανότητα, όπως παραδείγματος χάρη να παίξεις μουσική! Κάπως έτσι, αισθανθήκαμε όλοι μαζί μετά από εκείνο το τρελό καλοκαίρι, με την Εθνική μας ομάδα να πηγαίνει σε ένα μεγάλο τουρνουά για τρίτη φορά. Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1980 που έγινε στην Ιταλία, ο Νικόλας Αναστόπουλος είχε πετύχει ένα γκολ που προσωρινά μας έδινε την ισοφάριση απέναντι στην πρωταθλήτρια Ευρώπης το 1976, Τσεχοσλοβακία, αλλά έπειτα χάσαμε. Στο τελευταίο ματς μιας καλής παρουσίας, αφού και στην πρεμιέρα είχαμε χάσει πολύ δύσκολα από την Ολλανδία, η Εθνική μας ομάδα είχε πάρει ισοπαλία από την μετέπειτα νέα πρωταθλήτρια Ευρώπης, Δυτική Γερμανία, με 0-0.
Το 1994 η περιπέτεια μας στα αμερικανικά γήπεδα για το Παγκόσμιο Κύπελλο ήταν δραματική και εκτός από τις τρεις ήττες με Αργεντινή, Νιγηρία, και Βουλγαρία, είχαμε και διάφορα παρατράγουδα. Και οι δύο παρουσίες είχαν κοινό παρονομαστή, τον Αλκέτα Παναγούλια, μια larger than life φυσιογνωμία, που κατάφερε να βγάλει την Εθνική ομάδα από την μιζέρια και την εσωστρέφεια και να πείσει τους παίκτες πως μπορούσαν να πετύχουν μεγάλα αποτελέσματα. Έτσι ήρθαν εκείνες οι προκρίσεις, άσχετο πώς εξελίχθηκε το δεύτερο σκέλος και το αμερικάνικο όνειρο έγινε… εφιάλτης το 1994. Το ελληνικό ποδόσφαιρο χρωστάει πολλά στον Παναγούλια, αυτό είναι το μόνο βέβαιο!
Έως το πρώτο μεσημέρι στο Πόρτο, στο Euro 2004, ένα γκολ όλο κι όλο και μια ισοπαλία είχαμε ως προίκα! Απέναντι στην διοργανώτρια Πορτογαλία, στο τέλος του παιχνιδιού θα πανηγύριζε η Ελλάδα μία απίστευτη νίκη και δύο γκολ υπέρ μας, ξεπερνώντας οποιαδήποτε προηγούμενη επίδοση… και η συνέχεια θα έφερνε φρενίτιδα!
Εκείνο το καλοκαίρι κατάφερα μαζί με δύο φίλους να βρούμε εισιτήρια για τον προημιτελικό με τη Γαλλία, όπου και βρεθήκαμε στη Λισαβόνα, άσχετο εάν υπήρχε ένας φόβος ότι ο Ζιντάν, ο Ανρί, ο Βιεϊρά και η παρέα τους θα ξεσπούσαν επάνω μας.
Πήγαμε οδηγώντας από το Μονακό και πρέπει να ομολογήσω ότι είχαμε κέφι και μία αισιοδοξία που δεν ταιριάζει με τον αντίπαλο που είχαμε απέναντι μας, την πρωταθλήτρια Ευρώπης του 2000, και Παγκόσμια πρωταθλήτρια το 1998, η οποία δύο χρόνια αργότερα θα έπαιζε και πάλι στον τελικό του Μουντιάλ! Και όμως αυτή την ομάδα, η Εθνική μας την κέρδισε με την κεφαλιά του Χαριστέα. Ενός ανθρώπου που είχε πετύχει γκολ και με την Ισπανία και μας είχε χαρίσει την ισοπαλία, και που θα έβαζε γκολ και πάλι, το πιο σημαντικό στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, το βράδυ του τελικού με την Πορτογαλία. Ο Άγγελος Χαριστέας επιβεβαιώνει το «ουδείς προφήτης στον τόπο του», με την αναγνώριση που έχει από την ευρωπαϊκή ομοσπονδία, αλλά και τους Γερμανούς που τον λατρεύουν, ειδικά στην Βρέμη, εκεί όπου μπόρεσε να πάρει ένα double ακριβώς την ίδια χρονιά, το 2004, με τη φανέλα της Βέρντερ.
Στην Ελλάδα, όλοι αυτοί που πιστεύουν ότι ξέρουν καλύτερα από τον κάθε προπονητή, δεν θεωρούν κάτι ιδιαίτερο τον Χαριστέα, ούτε την καριέρα που έκανε και έπαιξε σε μία σειρά από σημαντικές ομάδες! Ο Ότο Ρεχάγκελ τον πίστευε πολύ, όχι στα λόγια αλλά στην πράξη, και το έδειξε με το να του εμπιστευθεί τη φανέλα βασικού και να τον στηρίξει σε κάθε δύσκολη στιγμή.
Μιας και σήμερα υπάρχει κλήρωση και η ευχή είναι η Ελλάδα να βρεθεί το ερχόμενο καλοκαίρι στη Γερμανία, περνώντας μέσα από τα μπαράζ αλώβητη, θα ήθελα να σας μοιραστώ το πότε πίστεψα ότι η ομάδα μπορεί στην Πορτογαλία να κάνει κάτι καλό. Με την έκφραση, κάτι καλό, εννοούσα να μπορέσει να διεκδικήσει την πρόκριση της στον επόμενο γύρο! Στα προημιτελικά, δηλαδή εκεί που ο αγώνας ως δεύτερη η Ελλάδα στον όμιλο της θα έπαιζε στο γήπεδο της Σπόρτινγκ. Το ματς που προέκυψε τελικά, ήταν αυτό εναντίον της Γαλλίας που πήρε την πρώτη θέση στον δικό της όμιλο μπροστά από την Αγγλία.
Πότε λοιπόν πίστεψα προσωπικά ότι μπορεί κάτι καλό να γίνει; Την ημέρα που έγινε η κλήρωση τον Νοέμβριο του 2003, στην Πορτογαλία και αντίπαλοί μας βγήκαν οι διοργανωτές, Ισπανοί, καθώς και οι Ρώσοι. Τότε ήταν που άκουσα τον Ρεχάγκελ, σε δηλώσεις του να λέει πως η ομάδα δεν έχει να φοβηθεί κανέναν, διότι δεν έχει παίξει ακόμα με οποιονδήποτε στην τελική φάση, συνεπώς παρέμενε αήττητη! Ήταν μία δήλωση που δεν περιείχε την παραμικρή αίσθηση αλαζονείας, αλλά αντίθετα έδειχνε μία σιγουριά. Πως πριν παίξουμε δεν έχουμε χάσει από κανέναν, συνεπώς δεν υπήρχε λόγος να φοβηθούμε. Και μάλιστα, όταν τον είχαν ρωτήσει για την πρεμιέρα που ήταν το παιχνίδι της Πορτογαλίας με την Ελλάδα, είχε χαμογελάσει με αυτόν τον πολύ χαρακτηριστικό τρόπο που ήταν σήμα κατατεθέν του Ότο και είχε πει «ωραία όλοι θα βλέπουν το δικό μας ματς θα το πω και σε συγγενείς μου στο Εσεν», προσπαθώντας να βγάλει από την κουβέντα το όποιο άγχος. Άλλωστε, κάτι που φάνηκε την ημέρα του αγώνα, αγχωμένη έπρεπε να είναι η διοργανώτρια Πορτογαλία που ξεκινούσε ως φαβορί αυτού του τουρνουά, μαζί με τη Γαλλία, την Ολλανδία και την Αγγλία.
Από κει και πέρα, το τι έγινε το ξέρουμε. Είκοσι χρόνια μετά αυτή παραμένει η πιο όμορφη ποδοσφαιρική ιστορία. Μου λένε καμιά φορά για την Δανία του 1992, αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω τι σχέση μπορεί να υπάρχει ανάμεσα μας. Οι Δανοί είχαν μία εθνική ομάδα γεμάτη από ποδοσφαιριστές που έπαιζαν στους μεγαλύτερους συλλόγους της Ευρώπης για πάρα πολλά χρόνια. Το γεγονός πως πήγαν την τελευταία στιγμή, δεν αλλάζει την ποιότητα που είχαν, καθώς έτσι κι αλλιώς είχαν πάει σε προηγούμενες διοργανώσεις, στο Μεξικό το 1986, στο Μουντιάλ, κερδίζοντας και τα τρία ματς του ομίλου, μεταξύ των οποίων την Δυτική Γερμανία, αλλά διαλύοντας και την Ουρουγουάη με 6-1, ενώ είχαν παίξει στα ημιτελικά το 1984 και πάλι στο Euro, πριν αποκλειστούν στα πέναλτι από την Ισπανία.
Αυτό που συνέβη 20 χρόνια πριν κατάφερε να βγάλεις στον δρόμου τόσο κόσμο. Ενωμένο, χαρούμενο, πανηγυρίζοντας και διασκεδάζοντας. Πόσο πολύτιμο πράγμα είναι αυτό σε μία κοινωνία, που έμελλε να διχαστεί τόσο πολύ ειδικά την περίοδο των μνημονίων; Κάθε φορά που βλέπω τη φωτογραφία των παιδιών με το Κύπελλο, τον Ζαγοράκη να το σηκώνει ψηλά με την ελληνική σημαία, τον Χαριστέα να φωτογραφίζεται με τον τρόπαιο όπως και τον Γιούρκα, τον Καραγκούνη, τον Βρύζα, τον Δέλλα, τον Ντέμη, τον Τσιάρτα, τον Καψή, τον Κατσουράνη, τον Φύσσα, τον Νικοπολίδη ασυναίσθητα τραγουδάω το απόλυτο σύνθημα εκείνης της εποχής:
«Σήκωσε το το γαμ….. δεν μπορώ να περιμένω!» Είναι μία ποδοσφαιρική κληρονομιά όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά για κάθε χώρα που πηγαίνει σε μεγάλη διοργάνωση διότι μετά από αυτό που έγινε τότε όλοι μπορούν να ελπίζουν. Είναι πολύ δύσκολο να κάνει κάποιος μία ανάλογη έκπληξη και ακόμα πιο δύσκολο να το πετύχουμε ξανά μελλοντικά εμείς, ωστόσο και μόνο που έγινε δίνει σε όλους όσοι πηγαίνουν σε ένα μεγάλο τμήμα το δικαίωμα στην ελπίδα. Άλλωστε, αυτό είναι το μεγαλύτερο δίδαγμα που παίρνει κάποιος στα σπορ. Πως υπάρχει ελπίδα!