Box to Box

Τόμισλαβ Ίβιτς: Η επανάσταση που τελείωσε πριν αρχίσει, το μεγαλύτερο λάθος του Γιώργου Βαρδινογιάννη και πώς ο Παναθηναϊκός μπορούσε να γίνει… Πόρτο!

Τόμισλαβ Ίβιτς: Η επανάσταση που τελείωσε πριν αρχίσει, το μεγαλύτερο λάθος του Γιώργου Βαρδινογιάννη και πώς ο Παναθηναϊκός μπορούσε να γίνει… Πόρτο!
Συνήθως τα μεγάλα προπονητικά ονόματα όποτε ήρθαν στη χώρα μας ήταν σε ηλικία... συνταξιοδότησης. Ωστόσο, το 1986 ο Παναθηναϊκός έφερε έναν άνθρωπο, που ήταν από τους πιο περιζήτητους στην Ευρώπη! Ο Τόμισλαβ Ίβιτς, στην σημερινή εποχή δεν θα περνούσε καν από τη χώρα μας, αλλά τότε επέλεξε την Ελλάδα, φέρνοντας μια επανάσταση, που δεν την καταλάβαμε και στον Παναθηναϊκό έμεινε μόλις 100 μέρες.
Γράφει ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος

Θυμάμαι ακόμα την πρώτη μέρα που συναντηθήκαμε, εκεί στην πλατεία Συντάγματος, στο ξενοδοχείο που έμενε. Μόλις είχε κλείσει τρεις εβδομάδες στην Αττική και είχε πάρει στα χέρια του τον Παναθηναϊκό. Οι «πράσινοι», νταμπλούχοι για το 1986, είχαν σπουδαίους παίκτες και ονειρεύονταν μια πορεία στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, ανάλογη μ΄ εκείνη δύο σεζόν πριν, όταν είχαν φτάσει στα ημιτελικά το 1984-85.

Ο άνθρωπος που είχε διαδεχθεί τον Πέτερ Πάκερτ (αλήθεια, μετά από νταμπλ, διώχνουν ποτέ τον προπονητή;) λεγόταν Τόμισλαβ Ίβιτς και για τους μύστες του εξωτερικού ρεπορτάζ, ήταν ένας θρύλος.

Με την Χάιντουκ, τον Άγιαξ και την Άντερλεχτ είχε πάρει όποιους τίτλους μπορούσε, ενώ για μια τριετία είχε κρατήσει την Αβελίνο, μια μέτρια ιταλική ομάδα (ο Αναστόπουλος το γνωρίζει καλά) σε άνετα επίπεδα, στην πρώτη κατηγορία του Καμπιονάτο. «Σινιόρε, θα πάρετε έναν καφέ;», με είχε ρωτήσει με άψογη ιταλική προφορά. Σικάτος, με ιδιαίτερη αδυναμία στα μπλέιζερ σακάκια, ένας άνθρωπος γεννημένος λίγο έξω από το Σπλιτ και περήφανος για το Κροατικό αίμα που τρέχει στις φλέβες του. Τότε σ' εκείνη την κουβέντα μου είχε πει γιατί λένε τη Χάιντουκ την διάσημη ομάδα του Σπλιτ. «Όταν ήρθαν τέσσερις σπουδαστές από την Πράγα στο Σπλιτ το 1911, δεν ήξεραν με τι όνομα να ιδρύσουν την ομάδα. Και επειδή αυτοαποκαλούντο “ανταρτοκλέφτες”, ονόμασαν έτσι και το σύλλογο. Δεν είναι φοβερό;».

IMG_4765.JPG

Μου είχε κάνει εντύπωση, ο τρόπος που μιλούσε, η σιγουριά που απέπνεε. Στον Παναθηναϊκό δεν άντεξε πολύ. Νοέμβρη μήνα είχε φύγει, με την ομάδα να έχει αποκλειστεί απ' τον Ερυθρό Αστέρα στο Κύπελλο Ευρώπης και να μην πηγαίνει καλά στο πρωτάθλημα. Όμως, το σύστημα που ήθελε να εφαρμόσει το 5-3-2, που γινόταν 3-5-2 ανά περίσταση δεν πέτυχε στην Ελλάδα.

Ένα χρόνο και ένα μήνα αργότερα, με την Πόρτο στην οποία πήγε μετά τον ΠΑΟ, θα πάρει ό,τι τίτλο βρει μπροστά του. Διηπειρωτικό Κύπελλο, Σούπερ Καπ Ευρώπης και νταμπλ στην Πορτογαλία, παίζοντας ακριβώς με το ίδιο σύστημα. Ένα σύστημα που πλέον το χρησιμοποιούσαν όλοι.

Όπως στα αστυνομικά έργα, θα μπορούσαμε να πάμε ανάποδα για να σας διηγηθώ λίγο το ποιος ήταν ο Ίβιτς και πως η σχέση μου μαζί του εξελίχθηκε σε φιλία. Ήταν 2 Νοεμβρίου του 1986 και πλέον όλα έδειχναν πως η εποχή Ίβιτς είχε τελειώσει πριν αρχίσει! Τρεις μέρες μετά οι αθλητικές εφημερίδες, αλλά και οι σελίδες με τα σπορ στις πολιτικές, έκαναν λόγο για «απαλλαγή του Παναθηναϊκού» από τον άνθρωπο που «είχε μπερδέψει την ομάδα και τον κόσμο στους μήνες που είχαν προηγηθεί».


6.11.1986.jpg

Ο Τόμισλαβ Ίβιτς έφευγε και «ανάσαινε επιτέλους ο πρωταθλητής Παναθηναϊκός», όπως έγραφαν τα πρωτοσέλιδα της «Αθλητικής Ηχούς». Ο Γιουγκοσλάβος τεχνικός «είχε εγκλωβίσει την ομάδα σε ένα πολύ αμυντικογενές σύστημα που κανείς δεν αντιλαμβανόταν», έγραφε το «Έθνος», ενώ γινόταν και λόγος για εξέγερση των ποδοσφαιριστών που δεν ήθελαν πια να παίζουν υπό τις οδηγίες του («Φως των Σπορ»).

Για να καταλάβει κανείς τι ακριβώς είχε συμβεί, πρέπει να γυρίσουμε στις αρχές Ιουλίου του 1986, τότε που ο Γιώργος Βαρδινογιάννης, παρά το νταμπλ που είχε μόλις πετύχει η ομάδα του (και μάλιστα με ένα εντυπωσιακό 4-0 επί του Ολυμπιακού στον τελικό Κυπέλλου), απομάκρυνε τον Τσεχοσλοβάκο τεχνικό Πίτερ Πάκερτ.

Έφερε στη θέση του τον άνθρωπο που «μπορεί να μας οδηγήσει στην κορυφή της Ευρώπης», όπως είπε ο «καπετάνιος» στην παρουσίασή του. Ήταν ο Τόμισλαβ Ίβιτς, τεράστιο όνομα για την εποχή του, που ερχόταν στην Ελλάδα στα ντουζένια του και όχι παρωχημένος και συνταξιούχος, όπως συχνά γίνεται στη χώρα μας.

IVIC.jpg

Γεννημένος το 1933, πήρε 7 τίτλους με τη Χάιντουκ του Σπλιτ τη δύσκολη εποχή της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας που για να εκθρονίσεις την Ντινάμο Ζάγκρεμπ, την Παρτίζαν και (κυρίως) τον Ερυθρό Αστέρα ήταν σπάνιο πράγμα.

Ο Άγιαξ του έδωσε πολλά λεφτά για να πάει εκεί και το έκανε, κατακτώντας το νταμπλ 2 φορές και οδηγώντας την ομάδα για πρώτη φορά μετά τις μεγάλες μέρες της τριετίας 1970-1973, στα ημιτελικά του Κυπέλλου Ευρώπης, όπου αποκλείστηκε στις λεπτομέρειες από τη Νότιγχαμ του Μπράιαν Κλαφ.

Μετά ήρθε η πρόταση από την Άντερλεχτ, που οδήγησε επίσης σε πρωταθλήματα, βγάζοντας εκτός κάδρου την Κλαμπ Μπριζ. Κυρίως τόσο στην Ολλανδία όσο στο Βέλγιο, ανέδειξε πολλούς παίκτες που για χρόνια πρωταγωνίστησαν σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο.

Όταν πήγε στις Βρυξέλλες, το 1980, με την Άντερλεχτ για πρώτη φορά 5η στη βαθμολογία, τα ξήλωσε όλα και μέσα σε έναν χρόνο είχε πάρει πάλι το πρωτάθλημα, ενώ έφτασε την ομάδα στον τελικό του Κυπέλλου UEFA το 1983, αν και ο ίδιος δεν κάθισε στον πάγκο στους τελικούς με την Μπενφίκα.

IMG_4764.JPG

Αιτία ήταν πως ο πρόεδρος Κόνσταντ Βάντεν Στοκ ήθελε να χρησιμοποιηθεί ένας δικός του ποδοσφαιριστής και ο Τόμισλαβ Ίβιτς προτίμησε να παραιτηθεί!

Κατόπιν τα βήματά του τον έφεραν στο Campionato. Ανέλαβε την Αβελίνο, κρατώντας τη σερί χρονιές στη Serie A προτού δεχτεί την πρόταση του Παναθηναϊκού. Με το που έφυγε, η ομάδα, στην οποία αργότερα πήγε ο Νίκος Αναστόπουλος, έχασε την ταυτότητά της και κατρακύλησε τις κατηγορίες.

Στο μυαλό του είχε ένα σύστημα που κανείς ακόμη δεν είχε δοκιμάσει ευρέως στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο, το 3-5-2, με τρεις αμυντικούς στην ευθεία να κάνουν και παιχνίδι, με τα δύο ακραία μπακ να γίνονται έξτρα χαφ και να συμμετέχουν στη δημιουργική πλευρά του παιχνιδιού.

Το αποτέλεσμα εκείνης της ποδοσφαιρικής επανάστασης ήταν η απόλυσή του μόλις 102 μέρες μετά την πρώτη προπόνηση που έκανε στην Παιανία. Ο Κροάτης τεχνικός απομακρύνθηκε από τον, αδημονούντα για αποτελέσματα, Γιώργο Βαρδινογιάννη, κάτω από την πίεση του κόσμου που δεν αντιλαμβανόταν τι έβλεπε. Κυρίως όμως λόγω του Τύπου που ποτέ άλλωστε δεν είχε την ικανότητα, τουλάχιστον στα μέρη μας, να συνειδητοποιήσει οτιδήποτε ριζοσπαστικό.

Ο Τόμισλαβ Ίβιτς στηρίχτηκε από ελάχιστους στην Ελλάδα. Δεν μιλάω εγωιστικά, αλλά ειλικρινά στενοχωριέμαι. Πάντα ενοχλεί το διαφορετικό. Ωστόσο, στη δική του περίπτωση, πιστεύω πως η καλύτερη παρακαταθήκη που άφησε ήταν η εκτίμηση των ποδοσφαιριστών με τους οποίους δούλεψε.

Ο αείμνηστος Γιάννης Κυράστας έλεγε πως ο Ίβιτς ήταν η δική του έμπνευση, ξεκινώντας την προπονητική. Ο Δημήτρης Σαραβάκος την περίοδο που αρθρογραφούσε στη «SportDay», είχε αναφερθεί επανειλημμένα στην παρουσία του Ίβιτς στην Ελλάδα, εκθειάζοντας την πρωτοποριακή λογική του. Ο Νίκος Καρούλιας λέει πως αυτός του έμαθε να παίζει πραγματικά με ευρωπαϊκό τρόπο τη θέση του μπακ.

Ο Ίβιτς φυσικά δεν χάθηκε φεύγοντας από τα μέρη μας. Αντίθετα, αποδέχτηκε την πρόσκληση της Πόρτο, όπου διαδεχόμενος τον Αρτούρ Ζόρζε (τον τεχνικό που μόλις είχε κατακτήσει με τους «δράκους» το Κύπελλο Πρωταθλητριών) πήγε ακόμη πιο μακριά τον σύλλογο, κατακτώντας 6 τίτλους σε περίοδο 18 μηνών, συμπεριλαμβανομένου του Διηπειρωτικού, του Ευρωπαϊκού Σούπερ Καπ και του νταμπλ στην Πορτογαλία.

Το κυριότερο, όμως, ήταν ότι έδειξε σε όλο τον πλανήτη πώς παίζεται σωστά αυτό το σύστημα, με ευθεία στην άμυνα και όχι μόνο με λίμπερο, όπως στο γερμανικό μοντέλο του Ούντο Λάτεκ και του Χένες Βαϊσβάιλερ που ευδοκιμούσε για χρόνια.

Οι επιτυχίες του δεν σταμάτησαν εκεί. Με την Ατλέτικο Μαδρίτης πήρε ένα Κύπελλο Ισπανίας και με τη Μαρσέιγ ένα πρωτάθλημα. Πήγε ξανά στην Πόρτο φτάνοντάς τη, το 1994, στα ημιτελικά του Champions League, ενώ δούλεψε ακόμη στην Παρί Σεν Ζερμέν, τη Γαλατάσαραϊ, τη Φενέρμπαχτσε, τη Σταντάρ Λιέγης και την Μπενφίκα.

IMG_4766.JPG

Τον Σεπτέμβρη του 1994 έγινε ο πρώτος ομοσπονδιακός τεχνικός της Κροατίας, οδηγώντας τη στην πρώτη της πρόκριση σε μεγάλη διοργάνωση, στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Αγγλίας, όπου πια ήταν τεχνικός διευθυντής, αφήνοντας την ομάδα στον Τσίρο Μπλάζεβιτς.

Δούλεψε συνολικά σε 14 χώρες, πήρε τίτλους σε 6 από αυτές και η «Gazzetta dello Sport», σε ένα αφιέρωμα το 2007, τον χαρακτήρισε μαζί με τον Ρίνους Μίχελς, τον Μπέλα Γκούτμαν, τον Ερνστ Χάπελ και τον Αρίγκο Σάκι, ως μία από τις πιο εμβληματικές προπoνητικές φυσιογνωμίες του 20ού αιώνα.

Τελευταία φορά που μίλησα με τον Τόμισλαβ Ίβιτς ήταν τον Δεκέμβριο του 2010. Ήμουν στο αεροδρόμιο έτοιμος να επιβιβαστώ για ένα ακόμη ταξίδι, όταν είδα το όνομά του στην εισερχόμενη κλήση.

Τις προηγούμενες ημέρες βρισκόταν στο νοσοκομείο με σοβαρή επιπλοκή της υγείας του, αλλά μόλις είχε βγει. Του είχα στείλει κατά τις μέρες της νοσηλείας του ένα δώρο, με τον απεσταλμένο της «SportDay» Γιώργο Κουτσογιαννέλη, ο οποίος είχε ταξιδέψει στο Σπλιτ για τον αγώνα της ΑΕΚ με τη Χάιντουκ.

Ήταν μια φανέλα του Παναθηναϊκού με το όνομα του Ίβιτς και για αριθμό τη χρονιά 1986. Μου το είχε ζητήσει στον αέρα του «NΟVA ΣΠΟΡ FM» τον Νοέμβρη του 2009, όταν είχε βγει για να μιλήσει στην επέτειο των 23 χρόνων από μία «επανάσταση που δεν άρχισε ποτέ».

Πρόκειται για την παρουσία του στον Παναθηναϊκό, το 1986, που κράτησε σχεδόν 100 ημέρες και άρχισε όπως κάποιοι έρωτες, πολύ όμορφα, πριν να τελειώσει πολύ πικρά.

Εκείνη τη μέρα είχε πει με έντονη συγκίνηση πως θα ήθελε, αν άκουγε κάποιος από τον σύλλογο, να του στείλει ένα ενθύμιο από την παρουσία του στην Παιανία, ασχέτως αν δεν εξελίχθηκε όπως ονειρευόταν.

«Ακόμη και όταν θα έχω πεθάνει θα ήθελα στο μουσείο που μου έφτιαξε η Χάιντουκ, εδώ στην πόλη που γεννήθηκα, το Σπλιτ, να υπάρχει ο Παναθηναϊκός και να είναι δίπλα στις ομάδες όπου κατάφερα να κάνω κάτι σημαντικό», είχε δηλώσει.

Ο Κώστας Αντωνίου, ένας από τους παίκτες που τον πρόλαβαν σε εκείνη τη σύντομη παρουσία του, φρόντισε να κάνει την επιθυμία του πράξη. Το είπα τότε και στο ραδιόφωνο, το έγραψα, όπως και όλη την ιστορία, στο βιβλίο μου «Της Κυριακής τα Είδωλα» από τις εκδόσεις «Τόπος» το 2011, πως τη μέρα που με πήρε τηλέφωνο ο Τόμισλαβ, η φωνή του έτρεμε από συγκίνηση.

Ομολογώ πως ανατρίχιασα και αισθάνθηκα περίεργα. Δεν ακουγόταν πια αποφασιστικός, όπως ο άνθρωπος που ήξερα όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν πολύ καταβεβλημένος. «Ένα ευχαριστώ για το δώρο, Χρήστο, να είσαι πάντα καλά, τώρα έχω όλα αυτά που ήθελα για να είναι ολοκληρωμένο το μουσείο», μου είπε. Βούρκωσα…

Ακούγοντας το πρωί της 24ης Ιουνίου 2011 μέσα στο αυτοκίνητο, από τις ειδήσεις του «ΣΠΟΡ FM» την είδηση του θανάτου του, ένιωσα ένα σφίξιμο στην καρδιά.

Όλα τα πρόσωπα που γνώρισα από κοντά, ειδικά τη δεκαετία του ’80 όταν άρχιζα την καριέρα μου, παραμένουν σημαντικά στη ζωή μου και υποθέτω πως κάποιος ψυχολόγος θα δώσει εύκολα την απάντηση. Αυτά που μας συνδέουν με τη νιότη μας, δεν φεύγουν αβίαστα από το μυαλό.

Ωστόσο, πρέπει εδώ να σημειώσω πως και μία απλή γνωριμία μαζί του θα ήταν σημαντική, αλλά στην περίπτωση του πολύ περισσότερο αφού η γνωριμία μας εξελίχτηκε σε σχέση εμπιστοσύνης και στο τέλος σε φιλία.

Όταν τον Δεκέμβρη του 1987 βρέθηκα στο Τόκιο για τον τελικό της Πόρτο, η οποία βάδιζε από επιτυχία σε επιτυχία, με την Πενιαρόλ για το Διηπειρωτικό Κύπελλο, με άφησε άφωνο στην επίσημη συνέντευξη Τύπου, αφού διέκοψε την ομιλία και κατέβηκε για να με χαιρετίσει. Στο τέλος ήρθε και με αγκάλιασε!

Μετά τη νίκη της ομάδας του με 2-1, σε ένα παγωμένο από το χιόνι τερέν, με προσκάλεσε για φαγητό στο επίσημο δείπνο των παικτών όπου μου γνώρισε και τον πρόεδρο Πίντο Ντα Κόστα.

IMG_4762.jpg

Μου παραχώρησε και μία αποκλειστική συνέντευξη, καυτηριάζοντας το περιβάλλον του Γιώργου Βαρδινογιάννη, στο οποίο έλεγε πως εστιαζόταν το πρόβλημα. Η συνέντευξη που έγινε πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα «Φλόγα των Σπορ» τον Δεκέμβριο του 1987 και προκάλεσε έντονη δυσφορία στα ανώτερα κλιμάκια της Παιανίας.

Στα χρόνια που ακολούθησαν συναντηθήκαμε πάμπολλες φορές και, πλέον, όταν μετά το 2000 ήταν ο βασικός σχολιαστής της κρατικής τηλεόρασης για το Champions League, βρίσκαμε συχνά χρόνο σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης για ένα ποτήρι κρασί και πολύ κουβέντα, που ήταν και ένα σεμινάριο ποδοσφαίρου. Όλες τις κουβέντες μαζί του, τις έχω σε ένα κομμάτι μαζί στο βιβλίο μου που βγήκε τον Δεκέμβριο του 2019 από τις εκδόσεις ΤΟΠΟΣ, το FOOTBALL TALK.

Θα ήθελα να παραθέσω τέλος τι μου είχε πει στο ραδιόφωνο του «ΣΠΟΡ FM» στην τελευταία, εν ζωή συνέντευξή του ώστε να βγάλετε τα συμπεράσματά σας.

«Σε κάθε ομάδα που δούλεψα είχα χρόνο. Προλάβαινα να μάθω την κουλτούρα και τη λογική της. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, δεν υπήρχε υπομονή, αλλά δεν μετανιώνω που ήρθα, σε μία εποχή μάλιστα που ήμουν περιζήτητος και είχα προτάσεις από πολλές ομάδες», ήταν τα λόγια του με μία μελαγχολία να τα διακατέχει.

«Βρήκα ένα μεγάλο κλαμπ και ήταν αληθινή εμπειρία ζωής από πού έγινε. Ήταν πολύ οργανωμένη η ΠΑΕ, με εξαιρετικό προπονητικό κέντρο, με σπουδαίους παίκτες, όπως ο Σαραβάκος, ο Κυράστας, ο Ζάετς, ο Αντωνίου, ο Βλάχος, ο Καρούλιας και άλλοι. Ειλικρινά πιστεύω πως θα κάναμε κάτι πολύ μεγάλο αν έμενα».

Όταν τον ρώτησα για τον Γιώργο Βαρδινογιάννη, του βγήκε ένας μεγάλος αναστεναγμός και αποκρίθηκε: «Ήταν ένας πρόεδρος με λεφτά και όραμα, πραγματικά τεράστιος σε μέγεθος που είχε δυστυχώς κακούς συμβούλους. Κρίμα, γιατί αυτό το σύστημα που δοκίμασα ήταν το ιδανικό για μία ομάδα με τέτοιους παίκτες για να κάναμε μεγάλα πράγματα. Αυτά που έκανε η Πόρτο θα μπορούσε να τα είχε κάνει ο Παναθηναϊκός!

Στη συνέχεια με έκανε να αισθανθώ άβολα όταν δημόσια είπε πως με ευχαριστεί για την υποστήριξή μου εκείνο το δύσκολο γι’ αυτόν διάστημα, όπως και μερικούς ακόμη συναδέλφους. Όμως οι πολλοί «δεν κατάφεραν να διακρίνουν πως πίσω από το δύσβατο δρόμο υπάρχει πάντα μια πεδιάδα», επισήμανε.

«Προσπαθούσα να καταλάβω τις ιδιαιτερότητες σε κάθε χώρα που δούλεψα», μου είπε και αυτό πραγματικά ήχησε στα αυτιά όλων περίεργα. Στην Ελλάδα δεν μας κατάλαβε όχι γιατί δεν ήθελε, αλλά επειδή πρώτοι εμείς αρνηθήκαμε να τον ακούσουμε.

Και όπως καταλαβαίνετε, δεν βγήκε εκείνος χαμένος, αλλά ο Παναθηναϊκός και γενικότερα το ποδόσφαιρό μας…

www.bnsports.gr

Ρoή Ειδήσεων

Δείτε επίσης



0