γράφει : Άλκης Τσαβδαράς
Τι κάνεις όταν δημοσιογραφικά δεν χρειάζεται να καλύψεις τα παιχνίδια της Εθνικής ομάδας στο Euro 2004; Ό,τι και οι υπόλοιποι. Παρακολουθείς τα ματς σε μία ταράτσα, πανηγυρίζεις και βγαίνεις στους δρόμους!
Γράφει ο Άλκης Τσαβδαράς
Είναι στιγμές στην πορεία σου που αναρωτιέσαι τι θα μπορούσες να πετύχεις καλύτερα. Στιγμές που θα ήθελες να είχες δώσει βροντερό, επαγγελματικό, παρών. Μία απ’ αυτές, αν υπήρχε η μαγική ικανότητα, και η δυνατότητα, να γυρίσω το χρόνο πίσω και να επιλέξω, θα ήταν σίγουρα το Euro 2004. Και ποιος δεν θα ήθελε άλλωστε…
Τότε βρισκόμουν στον «Ελεύθερο Τύπο» και στο στοιχηματικό έντυπο «Προβλέψεις». Απεσταλμένους φυσικά και είχε η ιστορική αυτή εφημερίδα, όπως και άφθονους συντάκτες για να καλύψουν το συγκεκριμένο γεγονός εκ των έσω. Ο όγκος της δουλειάς για το στοιχηματικό έντυπο, εν μέσω ευρωπαϊκού πρωταθλήματος, δεν ήταν μεγάλος. Άρα, τι απέμενε κάθε βράδυ; Σχόλασμα, ταράτσα, Εθνική (μαζί με τα άλλα παιχνίδια) και έξω στους δρόμους.
Απελευθερωμένος από το άγχος της εργασίας, και για εμένα, όπως για όλους τους άλλους fan της αρμάδας του Ότο Ρέχαγκελ, το δίωρο του ματς ήταν ιερή στιγμή. Φυσικά το φαγητό, οι μπύρες, οι φωνές, η αγωνία, δεν έλειψαν ποτέ. Προσωπικά ήμουν (και είμαι) αρκετά συγκρατημένος αναφορικά με την πορεία της Εθνικής ομάδας. Πάντα θεωρούσα πως φτάναμε σε κατώτερη διάκριση, απ’ όσο αξίζαμε. Ως ταλέντο και ως ατομική ποιότητα το επίπεδο ήταν αρκετά υψηλό, αλλά πόσο να προχωρήσεις σε ένα ευρωπαϊκό πρωτάθλημα;
Μεγάλωσα με το ποδόσφαιρο τέλη δεκαετίας του ’80, αλλά κυρίως του ’90. Εκπλήξεις στην πρεμιέρα δεν μου έκαναν εντύπωση από τη στιγμή που το Καμερούν «πάτησε» κάτω την Αργεντινή το καλοκαίρι του 1990. Παρά τη λατρεία για την Πορτογαλία με τους παιχταράδες που είχε στο Euro του 1996, η χαρά για τη νίκη της πρεμιέρας ξεχείλισε. Περισσότερο η επιτυχία μέσα στο γήπεδο του αντιπάλου ήταν που προκάλεσε την ίντριγκα. Η γκολάρα του Γιώργου Καραγκούνη. Αποθέωση…
Κλασικά πράγματα με Ισπανία και Ρωσία. Αγωνία, αγωνία, αγωνία. Κάθε λεπτό και ένα άγχος. Κάθε στιγμή και μία ανακούφιση. Κάθε φάση και ένα κράτημα ανάσας. Το νου μας και λίγο στα παιχνίδια της Γερμανίας (καλά, δεν χρειάστηκε να αφιερώσουμε και ιδιαίτερο χρόνο, όπως αποδείχτηκε). Στο επίκεντρο ήταν η Εθνική μας. Η αποθέωση προς το πρόσωπο του Herr Otto δεδομένη. Αλλά απορούσα ακόμα και με τους κλασικούς σάτυρους περί του ποδοσφαίρου που παίζαμε. Λες και δεν έβλεπαν τις αντίπαλες 11άδες με τις οποίες βρεθήκαμε αντιμέτωποι.
Πάμε στα νοκ-άουτ. Όνειρο και μόνο η πρόκριση. Απίθανη εξέλιξη των πραγμάτων. Στην ισοβαθμία με τούτη την Ισπανία. Εμείς 4 γκολ, αυτοί μόλις δύο. Στο μεταξύ μας τους κρατήσαμε στο 1-1. Άντε να τα βάλεις τώρα με τη Γαλλία. Τα στοιχήματα έδιναν και έπαιρναν. Αρκετοί πόνταραν στην Εθνική. Είχαν αφουγκραστεί το μομέντουμ και την τύχη. Στοιχηματικά βγήκα κερδισμένοι, ναι. Μερικά χρήματα παραπάνω. Για τα έξοδα της βραδιάς. Οι πιο αισιόδοξοι έκλειναν αεροπορικό εισιτήριο για τη Λισσαβώνα.
Εγώ; Ψύχραιμος. Ήρεμος. Ανήμπορος να μπω στη λογική του θαύματος, όταν γνωρίζεις πως απέναντί μας είναι αυτά τα μεγαθήρια. Πώς να τα υπερκαλύψεις; Πώς να τα υποτάξεις; Με κλεφτοπόλεμο, με ψυχή, με πάθος, με προσπάθεια. Ναι σε όλα. Αλλά: Ζιντάν, Ανρί, Τρεζεγκέ, Πιρές, Μακελελέ, Μπαρτές, Τιράμ, Λιζαραζού. Απλησίαστοι οι τύποι. Κι’ όμως. Νίκη 1-0 και φύγαμε για ημιτελικό.
Φύγαμε και εμείς. Πού να πάμε; Όπου πάμε πάντα. On the Road, Ζάππειο. Στο φίλο Νότη. Τον Barman μας. Αδερφός. Μία ώρα μετά τη λήξη του ματς. Σχεδόν άδειο. Μα που βρίσκονται όλοι; Στο κέντρο φυσικά. Πανηγυρίζουν. Άλλο ένα ημίωρο αργότερα: γεμάτο το μαγαζί. Μέχρι πρωίας. Απίθανα σκηνικά. Με σημαίες, με Εθνικό Ύμνο, όλοι μία παρέα. Μας ένωσε η Εθνική ομάδα, αυτή είναι η αλήθεια. Μία ολόκληρη χώρα ενωμένη από την παρέα το Ζαγοράκη και των άλλων παιδιών.
Ημιτελικός με την Τσεχία. Ίδιο σκηνικό. Αλλά όλο και περισσότεροι εκτός μαγαζιού. Μεταφερθήκαμε και εμείς Ομόνοια. Η οποία δεν ήταν απλά… Πλατεία Ομονοίας. Ήταν ένα ατελείωτο σύμπλεγμα οδών και πλατειών στο κέντρο της Αθήνας. Μέχρι το Καλλιμάρμαρο. Και παντού.
Στον τελικό, άλλη κλάση. Ήδη στο κέντρο της Αθήνας. Γιγαντοοθόνη, Πορτογαλία ξανά, Χαριστέας. Δεν χρειάζεται να «φύγουμε» για κάπου. Ήδη ήμασταν εκεί. Ενωθήκαμε με το υπόλοιπο πλήθος κόσμου και η βραδιά δεν τελείωνε. Την επόμενη ημέρα παρακολουθείς ξανά και ξανά το τι συνέβη. Απίθανο. Η πορεία προς το Καλλιμάρμαρο. Όχι, εκεί δεν πήγα. Δεν ήταν απαραίτητο. Γέμισα και μόνο απ’ όσα πρόσφεραν αυτοί οι άνθρωποι, αυτοί οι ποδοσφαιριστές, από την άλλη πλευρά της Ηπείρου. Ένωσαν τον πληθυσμό, απογείωσαν τους φίλους, έστειλαν στα ουράνια «άσχετους» με το ποδόσφαιρο.
Ο καθένας έζησε με τον δικό του, μοναδικό, τρόπο το θαύμα. Το απόλυτο θαύμα της 4ης Ιουλίου στη Λισσαβώνα. Βασικά, όπου κι’ αν βρισκόταν ο Έλληνας εκείνη τη βραδιά, θα του μείνει αξέχαστη. Ευχαριστούμε και πάλι!
www.bnsports.gr
Είναι στιγμές στην πορεία σου που αναρωτιέσαι τι θα μπορούσες να πετύχεις καλύτερα. Στιγμές που θα ήθελες να είχες δώσει βροντερό, επαγγελματικό, παρών. Μία απ’ αυτές, αν υπήρχε η μαγική ικανότητα, και η δυνατότητα, να γυρίσω το χρόνο πίσω και να επιλέξω, θα ήταν σίγουρα το Euro 2004. Και ποιος δεν θα ήθελε άλλωστε…
Τότε βρισκόμουν στον «Ελεύθερο Τύπο» και στο στοιχηματικό έντυπο «Προβλέψεις». Απεσταλμένους φυσικά και είχε η ιστορική αυτή εφημερίδα, όπως και άφθονους συντάκτες για να καλύψουν το συγκεκριμένο γεγονός εκ των έσω. Ο όγκος της δουλειάς για το στοιχηματικό έντυπο, εν μέσω ευρωπαϊκού πρωταθλήματος, δεν ήταν μεγάλος. Άρα, τι απέμενε κάθε βράδυ; Σχόλασμα, ταράτσα, Εθνική (μαζί με τα άλλα παιχνίδια) και έξω στους δρόμους.
Απελευθερωμένος από το άγχος της εργασίας, και για εμένα, όπως για όλους τους άλλους fan της αρμάδας του Ότο Ρέχαγκελ, το δίωρο του ματς ήταν ιερή στιγμή. Φυσικά το φαγητό, οι μπύρες, οι φωνές, η αγωνία, δεν έλειψαν ποτέ. Προσωπικά ήμουν (και είμαι) αρκετά συγκρατημένος αναφορικά με την πορεία της Εθνικής ομάδας. Πάντα θεωρούσα πως φτάναμε σε κατώτερη διάκριση, απ’ όσο αξίζαμε. Ως ταλέντο και ως ατομική ποιότητα το επίπεδο ήταν αρκετά υψηλό, αλλά πόσο να προχωρήσεις σε ένα ευρωπαϊκό πρωτάθλημα;
Μεγάλωσα με το ποδόσφαιρο τέλη δεκαετίας του ’80, αλλά κυρίως του ’90. Εκπλήξεις στην πρεμιέρα δεν μου έκαναν εντύπωση από τη στιγμή που το Καμερούν «πάτησε» κάτω την Αργεντινή το καλοκαίρι του 1990. Παρά τη λατρεία για την Πορτογαλία με τους παιχταράδες που είχε στο Euro του 1996, η χαρά για τη νίκη της πρεμιέρας ξεχείλισε. Περισσότερο η επιτυχία μέσα στο γήπεδο του αντιπάλου ήταν που προκάλεσε την ίντριγκα. Η γκολάρα του Γιώργου Καραγκούνη. Αποθέωση…
Κλασικά πράγματα με Ισπανία και Ρωσία. Αγωνία, αγωνία, αγωνία. Κάθε λεπτό και ένα άγχος. Κάθε στιγμή και μία ανακούφιση. Κάθε φάση και ένα κράτημα ανάσας. Το νου μας και λίγο στα παιχνίδια της Γερμανίας (καλά, δεν χρειάστηκε να αφιερώσουμε και ιδιαίτερο χρόνο, όπως αποδείχτηκε). Στο επίκεντρο ήταν η Εθνική μας. Η αποθέωση προς το πρόσωπο του Herr Otto δεδομένη. Αλλά απορούσα ακόμα και με τους κλασικούς σάτυρους περί του ποδοσφαίρου που παίζαμε. Λες και δεν έβλεπαν τις αντίπαλες 11άδες με τις οποίες βρεθήκαμε αντιμέτωποι.
Πάμε στα νοκ-άουτ. Όνειρο και μόνο η πρόκριση. Απίθανη εξέλιξη των πραγμάτων. Στην ισοβαθμία με τούτη την Ισπανία. Εμείς 4 γκολ, αυτοί μόλις δύο. Στο μεταξύ μας τους κρατήσαμε στο 1-1. Άντε να τα βάλεις τώρα με τη Γαλλία. Τα στοιχήματα έδιναν και έπαιρναν. Αρκετοί πόνταραν στην Εθνική. Είχαν αφουγκραστεί το μομέντουμ και την τύχη. Στοιχηματικά βγήκα κερδισμένοι, ναι. Μερικά χρήματα παραπάνω. Για τα έξοδα της βραδιάς. Οι πιο αισιόδοξοι έκλειναν αεροπορικό εισιτήριο για τη Λισσαβώνα.
Εγώ; Ψύχραιμος. Ήρεμος. Ανήμπορος να μπω στη λογική του θαύματος, όταν γνωρίζεις πως απέναντί μας είναι αυτά τα μεγαθήρια. Πώς να τα υπερκαλύψεις; Πώς να τα υποτάξεις; Με κλεφτοπόλεμο, με ψυχή, με πάθος, με προσπάθεια. Ναι σε όλα. Αλλά: Ζιντάν, Ανρί, Τρεζεγκέ, Πιρές, Μακελελέ, Μπαρτές, Τιράμ, Λιζαραζού. Απλησίαστοι οι τύποι. Κι’ όμως. Νίκη 1-0 και φύγαμε για ημιτελικό.
Φύγαμε και εμείς. Πού να πάμε; Όπου πάμε πάντα. On the Road, Ζάππειο. Στο φίλο Νότη. Τον Barman μας. Αδερφός. Μία ώρα μετά τη λήξη του ματς. Σχεδόν άδειο. Μα που βρίσκονται όλοι; Στο κέντρο φυσικά. Πανηγυρίζουν. Άλλο ένα ημίωρο αργότερα: γεμάτο το μαγαζί. Μέχρι πρωίας. Απίθανα σκηνικά. Με σημαίες, με Εθνικό Ύμνο, όλοι μία παρέα. Μας ένωσε η Εθνική ομάδα, αυτή είναι η αλήθεια. Μία ολόκληρη χώρα ενωμένη από την παρέα το Ζαγοράκη και των άλλων παιδιών.
Ημιτελικός με την Τσεχία. Ίδιο σκηνικό. Αλλά όλο και περισσότεροι εκτός μαγαζιού. Μεταφερθήκαμε και εμείς Ομόνοια. Η οποία δεν ήταν απλά… Πλατεία Ομονοίας. Ήταν ένα ατελείωτο σύμπλεγμα οδών και πλατειών στο κέντρο της Αθήνας. Μέχρι το Καλλιμάρμαρο. Και παντού.
Στον τελικό, άλλη κλάση. Ήδη στο κέντρο της Αθήνας. Γιγαντοοθόνη, Πορτογαλία ξανά, Χαριστέας. Δεν χρειάζεται να «φύγουμε» για κάπου. Ήδη ήμασταν εκεί. Ενωθήκαμε με το υπόλοιπο πλήθος κόσμου και η βραδιά δεν τελείωνε. Την επόμενη ημέρα παρακολουθείς ξανά και ξανά το τι συνέβη. Απίθανο. Η πορεία προς το Καλλιμάρμαρο. Όχι, εκεί δεν πήγα. Δεν ήταν απαραίτητο. Γέμισα και μόνο απ’ όσα πρόσφεραν αυτοί οι άνθρωποι, αυτοί οι ποδοσφαιριστές, από την άλλη πλευρά της Ηπείρου. Ένωσαν τον πληθυσμό, απογείωσαν τους φίλους, έστειλαν στα ουράνια «άσχετους» με το ποδόσφαιρο.
Ο καθένας έζησε με τον δικό του, μοναδικό, τρόπο το θαύμα. Το απόλυτο θαύμα της 4ης Ιουλίου στη Λισσαβώνα. Βασικά, όπου κι’ αν βρισκόταν ο Έλληνας εκείνη τη βραδιά, θα του μείνει αξέχαστη. Ευχαριστούμε και πάλι!
www.bnsports.gr