γράφει : Χρήστος Σωτηρακόπουλος
Το πάλεψε για μήνες με τον κορωνοϊο αλλά δεν τα κατάφερε τελικά και σε ηλικία 77 ετών ο Βασίλης Μποτίνος έφυγε για το ταξίδι χωρίς γυρισμό. Ένα αυθεντικό ταλέντο, από τα πραγματικά σπάνια, που είχε πριν μισό αιώνα όλα τα στοιχεία του μοντέρνου επιθετικού. Παραμένει ο απόλυτος πρωταγωνιστής της πρώτης μέρας που το ποδόσφαιρο και η Εθνική ομάδα μπήκαν στα ελληνικά σπίτια μέσω της τηλεόρασης, εκείνον τον Οκτώβριο του 1969, την πρώτη φορά που με παραγωγή στο γήπεδο, υπήρχε ζωντανή μετάδοση.
Γράφει ο Χρήστος Σωτηρακόπουλος
Ο θρίαμβός μας επί της Ελβετίας με 4-1 μας έφερνε πολύ κοντά στη όνειρο που ήταν η πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικού. Έπρεπε να πάμε και να κερδίσουμε μετά στη Ρουμανία κάτι το οποίο τελικά δεν συνέβη αφού μείναμε στο 1-1 αλλά εκείνο το μεσημέρι στο Καυτατζόγλειο στάδιο της Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο του 1969, λόγω της εκπληκτικής παρουσίας και των δύο γκολ του Βασίλη Μποτίνου στο καλύτερο ματς του με το εθνόσημο στο στήθος διαλύσαμε την πολύπειρη Εθνική Ελβετίας.
Ο Μποτίνος είχε κλειστή ντρίμπλα και ένα απίστευτο επιτόπιο άλμα που τον έκανε πλήρως απρόβλεπτο για τους αμυντικούς. Ένας βιρτουόζος επιθετικός ο οποίος τότε αγωνιζόταν στον Ολυμπιακό και η καριέρα του δυστυχώς, επισκιάστηκε από σοβαρούς τραυματισμούς. Η ευθύνη των κακών ιατρικών χειρισμών και η πίεση για να αγωνίζεται αν και ανέτοιμος κόστισαν στο να αναγκαστεί σε ηλικία μόλις 27 χρόνων να σταματήσει. Επέστρεψε για λίγο, στα 29 του χρόνια με την φανέλα του Παναιγιάλειου και για λίγους μήνες με εκείνη του Πανιωνίου, αλλά το καλοκαίρι του 1974, μόλις έκλεισε τα 30 του, επέλεξε να αποσυρθεί και να κλειστεί στον εαυτό του.
Σε μία εκπομπή στον ΣΠΟΡ FM το 2004, μιλώντας για πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό, μου είχε εκμυστηρευτεί πόσο πολύ τον είχε πληγώσει αυτή η ιστορία. «Όλοι με ξέχασαν» μου είχε πει. «Είχα προτάσεις από την Σάλκε, η οποία έδινε πάρα πολλά λεφτά για την εποχή και την Αντβέρπ η οποία με ήθελε για παρτενέρ του Σιδέρη. Δεν με έδωσαν και αντίθετα με πίεζαν να κάνω ενέσεις κορτιζόνης για να παίζω. Κατέστρεψα το πόδι μου και την καριέρα μου χωρίς να ακούσω ποτέ ούτε ένα ευχαριστώ. Πλήρωσα όλα τα έξοδα από τις οικονομίες μου για να γίνω καλά και κάποιοι σφύριζαν αδιάφορα όταν με έβλεπαν» ήταν τα λόγια του που έσταζαν πίκρα.
Στην ίδια εκπομπή ο Γιάννης Διακογιάννης, που είχε μεταδώσει τότε για πρώτη φορά παιχνίδι της Εθνικής μας ομάδας σε ζωντανή σύνδεση, είχε πλέξει το εγκώμιο του Βασίλη Μποτίνου. «Ήταν ένας πολύ ταχύς επιθετικός που του έλειπε πιθανώς μόνο ένα πράγμα σε σχέση με τον Σιδέρη ή τον Παπαϊωάννου και αυτό ήταν η αυτοπεποίθηση! Υπήρχαν στιγμές που αμφέβαλε για την ποιότητά του. Και φυσικά έγιναν πάρα πολλά λάθη στα θέματα των τραυματισμών του αφού τον ανάγκαζαν να παίξει κάνοντας διαρκώς ενέσεις κορτιζόνης αντί να μεταβεί στο εξωτερικό και να λύσει το πρόβλημα του μία και καλή! Η πρόταση ειδικά εκείνη την εποχή από την Σάλκε θα μπορούσε να του έχει απογειώσει την καριέρα» ήταν τα λόγια του Γιάννη Διακογιάννη σε εκείνη την εκπομπή.
Σε μία χώρα που ξεχνά πάρα πολύ εύκολα θα ήταν ουτοπικό να ζητήσει κανείς να συντηρεί το ποδόσφαιρο τις μνήμες του. Αλλά ο Βασίλης Μποτίνος για όποιους τον είδαμε μέσα στο γήπεδο παραμένει μία ιδιαίτερη φιγούρα, γεμάτη ποδοσφαιρική ποιότητα και πάντα ένα μεγάλο ερωτηματικό που θα συνοδεύει το τι θα μπορούσε να γίνει αν όλα κυλούσαν, σε ένα παράλληλο σύμπαν, διαφορετικά σε όλο εκείνο το δύσκολο διάστημα της διετίας 1970 έως 1972.