Ο general manager της Εθνικής Ανδρών, Νίκος Ζήσης, φιλοξενήθηκε στο ΕΟΚ WebRadio και την εκπομπή «Man to man με τα αστέρια» από τον Γιάννη Λαμπίρη και μίλησε για όλους και για όλα. Από τις αναμνήσεις που έχει με την Εθνική, στη ζωή μετά την απόσυρση από την ενεργό δράση και τον νέο του ρόλο.
Για τη μετάβαση από το σορτσάκι στο κοστούμι: «Το μπάσκετ είναι το πράγμα που ξέρω να κάνω καλύτερα στη ζωή μου, μέχρι πρόσφατα παίζοντας και τώρα από έναν νέο ρόλο. Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, αλλά υπάρχει πάντα κάτι κοινό, η μεγάλη αγάπη πάνω απ’ όλα για την Εθνική. Όλοι γνωρίζουμε ότι η Εθνική είναι κάτι διαφορετικό, δεν είναι σύλλογος και ο κάθε παίκτης που αγωνίζεται ή ο κάθε άνθρωπος που είναι μέλος της, νιώθει τεράστια τιμή και ευθύνη».
Για το πως έζησε τις δύο βολές του Παπανικολάου στο ματς με την Τουρκία: «Πλέον βιώνω αυτό που είχα ακούσει πολλές φορές ότι είναι πολύ πιο αγχωτικό και δύσκολο όταν δεν αγωνίζεσαι. Οταν αγωνίζεσαι, εκείνη τη στιγμή δεν αγχώνεσαι, έχεις τη ρουτίνα σου και τις αγωνίες σου στην προετοιμασία, και όσο πλησιάζει η ώρα του τζάμπολ, αλλά μετά όλα τελείωναν και έμπαινες να δώσεις ό,τι έχεις και δεν έχεις.
Απ’ έξω είναι λίγο διαφορετικά, πάντως για να σου πω την αλήθεια ήμουν σίγουρος για τον Κώστα ότι θα τις βάλει και ειδικά όταν έβαλε την πρώτη που είναι και η πιο δύσκολη δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία. Από αυτή την άποψη λοιπόν, του άγχους, είναι πολύ πιο εύκολο να παίζεις. Για να το πω περιγραφικά και νομίζω είναι το καλύτερο παράδειγμα, είναι όπως όταν οδηγάς και έχεις έναν συνοδηγό και τον βλέπεις να κάνει κάποιες κινήσεις, αντιδράσεις και λες ώπα ρε, ήρεμα, γιατί εσύ έχεις την κατάσταση στα χέρια του. Πάντως το άγχος που έχω βιώσει στα 4 ματς της Εθνικής με τον νέο μου ρόλο είναι… άλλο πράγμα».
Για τον νέο του ρόλο στην Εθνική και τις προκλήσεις που έρχονται: «Είναι μεγάλη χαρά και τιμή κάθε ενασχόληση με την Εθνική και ο βασικός λόγος που δέχτηκε την πρόσκληση που μου έγινε. Μπαίνοντας στο τελικό στάδιο της σεζόν το βασικό ζητούμενο είναι να έχουν την υγεία τους όλοι οι αθλητές. Από ‘και και πέρα δεν έχει νόημα να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, αν είναι φουλ το ρόστερ θα είναι μια πολύ δυνατή ομάδα, αν και πάντα στην Εθνική πάνω από το όποιο ταλέντο παικτών είναι να υπάρχει χημεία στο σύνολο. Ολα τα παιδιά έχουν εμπειρίες μεταξύ τους, είναι και ένα έξτρα κίνητρο τα 13 χρόνια χωρίς μια μεγάλη επιτυχία και συνοψίζοντας θα ξαναπώ ότι δεν πρέπει να κρυβόμαστε και να λέμε ότι πάμε μόνο να προκριθούμε, προφανώς και η ομάδα έχει τις δυνατότητες να πετύχει κάτι σπουδαίο. Η ψυχολογία βέβαια χτίζεται βήμα – βήμα και μέρα – μέρα, να πάνε καλά όλα από την πρώτη προπόνηση και να μπορέσει η ομάδα να διεκδικήσει κάτι μεγάλο στα νοκ – άουτ όπου θεωρώ δεδομένο ότι θα φτάσει».
Για την παρουσία του Γιάννη Αντετοκούνμπο στην Εθνική: «Είναι γεγονός ότι ο Γιάννης έχει εκφράσει και δείξει πολλές φορές την αγάπη του για την Εθνική και την επιθυμία του να τη βοηθήσει, θεωρώ ότι είναι μεγάλο του όνειρο να την οδηγήσει ψηλά. Θέλω να πω όμως κάτι και δεν είναι κλισέ, ότι δεν είναι μόνο ο Γιάννης. Είδαμε στο τελευταίο παράθυρο ότι οι παίκτες του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού έκαναν κάτι σπουδαίο ενισχύοντας την ομάδα ενώ έπαιζαν οι ομάδες του και γενικά βλέπω να δημιουργείται μια καλή καθημερινότητα για την Εθνική και όλοι να θέλουν το ίδιο, το καλό της».
Για το αν έχει "σκοτώσει" τον παίκτη από μέσα του: «Η αλήθεια είναι ότι η απόφασή μου να σταματήσω ήταν 100% συνειδητή. Μπορεί στην αρχή της περασμένης χρονιάς να είχα κάποια ερωτηματικά μήπως δεν ήταν η τελευταία, αλλά με πανδημία, άδεια γήπεδα, όλα έγιναν ξεκάθαρα. Φυσικά στον τελευταίο αγώνα όταν το συνειδητοποιείς ότι έφτασε το τέλος υπάρχει μεγάλη συναισθηματική φόρτιση, ήταν εκεί και η οικογένειά μου, πολλοί φίλοι. Ημουν όμως απόλυτα κατασταλαγμένος, ήταν μια απόφαση που είχε παρθεί από καιρό».
Για την πολυετή πορεία του στο μπάσκετ και στην Εθνική: «Δεν είναι υπερβολή να πω ότι είμαι ευλογημένος, έζησα τα πάντα στο μπάσκετ. Από το 1998 στην Εθνική παμπαίδων, στα 15 μου, ένα τουρνουά φιλίας, ένα χρόνο πριν το Ευρωμπάσκετ παίδων του ’99 στη Σλοβενία. Ενα παιδί από τη Θεσσαλοnίκη που ξεκίνησα στο μπάσκετ που αγαπήσαμε λόγω της μεγάλης επιτυχίας του 1987 και έφτασα να παίξω επαγγελματικά, σε γήπεδα πρώτης κατηγορίας, στο εξωτερικό, στις Εθνικές ομάδες.
Σίγουρα όταν κάνεις τον απολογισμό και έχεις βιώσει όλα αυτά, είναι πολύ μεγάλη η συγκίνηση και η υπερηφάνεια και δεν είμαι από τους αθλητές που φτάνοντας στο τέλος είχε δεύτερες σκέψεις, ή μετάνιωσε για κάτι που δεν έχει έχει ή, που θα μπορούσε να έχει αξιοποιήσει τον χρόνο του καλύτερα. Ηξερα ότι πάντα προσπαθούσα να δίνω τον καλύτερο εαυτό μου, έστω κι αν μια καριέρα περνάει από διάφορες διακυμάνσεις».
Για την καριέρα του στην Εθνική ανδρών: «Σίγουρα ο Παναγιώτης Γιαννάκης έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο. Το 2004 πριν τους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας υπήρξε μια διαδικασία αλλαγών, πάντα θα θυμάμαι μια μακρά περίοδο προετοιμασίας στο Μέτσοβο, με πολύ σκληρή μάχη για τη 12άδα και εν τέλει τον κόουτς να δίνει την ευκαιρία σε κάποια νέα παιδιά, τα ονόματα πλέον είναι γνωστά πώς είχε γίνει τότε. Μετά, σίγουρα έπαιξε τεράστιο ρόλο και το ότι ήρθε πολύ γρήγορα για εμάς μια πολύ μεγάλη επιτυχία και μας έκανε να πιστέψουμε ακόμα περισσότερο στους εαυτούς μας, στην ουσία οι δύο συνεχόμενες επιτυχίες και εν τέλει να δημιουργηθεί μια φουρνιά που ήταν χαρά για οποιονδήποτε Ελληνα μπασκετικό να τον εκπροσωπεί».
Για την τελευταία φάση με την Γαλλία στο Βελιγράδι το 2005: «Σίγουρα έχει σημαδέψει όλο το ελληνικό μπάσκετ, τη φουρνιά μας και τον Δημήτρη εγώ θα έλεγα περισσότερο. Αν και την έχω αναλύσει πολλές φορές με χαρά θα το κάνω άλλη μία. Ο Θοδωρής που τα τελευταία 2-3 λεπτά ήταν ο κύριος εκφραστής των επιθέσεών μας είχε αποβληθεί στην προηγούμενη φάση και ο κόουτς μου είπε Νίκο πάρε εσύ τη μπάλα. Με μάρκαρε ο Ντιαό, πανέξυπνος αμυντικός και πολύ αθλητικός, τότε 23-24 ετών στα καλύτερά μου. Με έστειλε στο αριστερό χέρι το αδύναμο και εγώ ενστικτωδώς αντί να κάνω ένα σου σε κίνηση δίποντο και με πολύ χαμηλές πιθανότητες επιτυχίας, έκανα το πίβοτ και μια φάση που συχνά κάνουν οι ομάδες, ένα σπλιτ άουτ, το ρήγμα και να βγάλουν τη μπάλα έξω. Ο Δημήτρης κινήθηκε ακριβώς από πίσω μου, εκεί ήταν και λάθος τον Τόνι Πάρκερ που έδωσε μια βοήθεια που δε χρειαζόταν σε μένα και… όλα καλά. Επιμένω ότι ο Δημήτρης είναι πάνω απ’ όλους σε αυτή τη φάση, αυτό που βάζει το σουτ μετράει, ένα πολύ μεγάλο σουτ που άλλαξε σε πολύ μεγάλο βαθμό την ιστορία και τη φουρνιά μας, που έχει μείνει, θα μείνει και μας κάνει όλους περήφανους».
Για τον τελικό του Παγκοσμίου το 2006 στην Ιαπωνία: «Ναι, είναι το μοναδικό ματς της καριέρας μου που θα ήθελα να ξαναπαίξω, αλλά να είμαι παρών αυτό εννοώ. Ευτυχώς ήμουν τυχερός, δεν είχα σοβαρούς τραυματισμούς εκτός από εκείνον και δεν έχασα σημαντικά ματς, όμως θα το ήθελα. Ισως νιώσαμε ένα deja vu του Βελιγραδίου, κάτι σαν να είπαμε ότι αφού κερδίσαμε του Αμερικάνους δε γίνεται να χάσουμε τον τελικό, όπως μια χρονιά νωρίτερα αφού πήραμε το ματς με τους Γάλλους δε γινόταν να χάναμε τον τελικό. Ηταν και ότι είχε χτυπήσει ο Γκασόλ, που εγώ θεωρώ ίσως τον πιο πετυχημένο παίκτη σε επίπεδο FIBA, στο Βελιγράδι μην ξεχνάμε ότι έλειπε. Μόνο που χωρίς τον σταρ σου συσπειρώνεσαι, ίσως εμείς είχαμε στο μυαλό μας πόσο να άντεχαν χωρίς αυτόν. Τελικά έκαναν το τέλειο παιχνίδι οι Ισπανοί, εμείς το είχαμε κάνει με τις ΗΠΑ. Ισως περισσότερο από το αποτέλεσμα μας πείραξε ο τρόπος, ήταν σαν να μην… παίξαμε στον τελικό, να μην δώσαμε στον εαυτό μας την ευκαιρία».
www.bnsports.gr